λεύκασπις — white shielded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάσπιδα — λεύκασπις white shielded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάσπιδας — λεύκασπις white shielded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάσπιδες — λεύκασπις white shielded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάσπιδος — λεύκασπις white shielded masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάσπισι — λεύκασπις white shielded masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάσπισιν — λεύκασπις white shielded masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκασπι — λεύκασπις white shielded masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκασπιν — λεύκασπις white shielded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek